quarrel
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
quarrel | quarrels |
quarrel (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | quarrel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quarrels |
αόριστος | quarrelled, quarreled |
παθητική μετοχή | quarrelled, quarreled |
ενεργητική μετοχή | qaurrelling, quarreling |
quarrel (en)