Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
quarrel quarrels

quarrel (en)

  1. καβγάς, τσακωμός, λογομαχία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη argument
  2. πρισματικό κομμάτι χρωματιστού γυαλιού
  3. τετραγωνικό πλακάκι
ενεστώτας quarrel
γ΄ ενικό ενεστώτα quarrels
αόριστος quarrelled, quarreled
παθητική μετοχή quarrelled, quarreled
ενεργητική μετοχή qaurrelling, quarreling

quarrel (en)

  1. καβγαδίζω, τσακώνομαι
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fight
  2. διαφωνώ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη argue