καβγάς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καβγάς | οι | καβγάδες |
γενική | του | καβγά | των | καβγάδων |
αιτιατική | τον | καβγά | τους | καβγάδες |
κλητική | καβγά | καβγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καβγάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβγάς < τουρκική kavga < οθωμανική τουρκική غوغا (ğavğa, kavga) < περσική (ğouğâ, ğavğâ: θόρυβος, φιλονικία) < غو (ğav: κραυγή, φωνασκία)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καβγάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο) έντονο επεισόδιο με φραστικές αντιπαραθέσεις και ίσως χρήση βίας