Ουσιαστικό

επεξεργασία

altercation (en)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.tɛʁ.ka.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
altercation altercations

altercation (fr) θηλυκό