διαπληκτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαπληκτισμός < (ελληνιστική κοινή) διαπληκτισμός < διά + πλήσσω/πλήττω (χτυπώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαπληκτισμός αρσενικό
- το επεισόδιο με ανταλλαγή ύβρεων και ίσως χρήση βίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαπληκτισμός