διαπληκτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπληκτίζομαι < αρχαία ελληνική διαπληκτίζομαι < διά + πληκτίζομαι < πλήσσω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαπληκτίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- συγκρούομαι λεκτικά με κάποιον, λογοφέρνω, μαλώνω
διαπληκτίζομαι (αποθετικό ρήμα)