Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρούομαι < συν + κρούω

συγκρούομαι

  1. πέφτω με ορμή πάνω σε ένα άλλο κινούμενο ή ακίνητο σώμα
    Δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν μετωπικά στην εθνική.
  2. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
    οι Έλληνες συγκρούστηκαν με τους Πέρσες πολλές φορές κατά την αρχαιότητα
  3. (γενικότερα) βρίσκομαι σε αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους αντιπαράθεση με κάποιον, ανταγωνίζομαι
  4. βρίσκομαι σε αναντιστοιχία
    οι απόψεις που εκφράζεις συγκρούονται με την κοινή λογική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία