συγκρούομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυγκρούομαι
- πέφτω με ορμή πάνω σε ένα άλλο κινούμενο ή ακίνητο σώμα
- Δύο αυτοκίνητα συγκρούστηκαν μετωπικά στην εθνική.
- μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
- οι Έλληνες συγκρούστηκαν με τους Πέρσες πολλές φορές κατά την αρχαιότητα
- (γενικότερα) βρίσκομαι σε αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους αντιπαράθεση με κάποιον, ανταγωνίζομαι
- βρίσκομαι σε αναντιστοιχία
- οι απόψεις που εκφράζεις συγκρούονται με την κοινή λογική