συγκρουσιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκρουσιακός (νεολογισμός) < σύγκρουσ(η) + -ιακός ή (ελληνιστική κοινή) σύγκρουσι(ς) + -ακός[1]. Πιθανόν απόδοση για την αγγλική conflictual ή confrontational
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾu.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρου‐σι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασυγκρουσιακός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκρουσιακός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)