Ετυμολογία

επεξεργασία
κρούω < λείπει η ετυμολογία

κρούω

  1. (λόγιο) χτυπώ ένα αντικείμενο που παράγει χαρακτηριστικό ήχο
    ⮡  κρούω τον κώδωνα του κινδύνου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρούω < λείπει η ετυμολογία

κρούω ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα