Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρούω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κρούω

  1. (λόγιο) χτυπώ ένα αντικείμενο που παράγει χαρακτηριστικό ήχο
    κρούω τον κώδωνα του κινδύνου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία