κρούω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρούω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
κρούω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρούω | έκρουα | θα κρούω | να κρούω | κρούοντας | |
β' ενικ. | κρούεις | έκρουες | θα κρούεις | να κρούεις | κρούε | |
γ' ενικ. | κρούει | έκρουε | θα κρούει | να κρούει | ||
α' πληθ. | κρούουμε | κρούαμε | θα κρούουμε | να κρούουμε | ||
β' πληθ. | κρούετε | κρούατε | θα κρούετε | να κρούετε | κρούετε | |
γ' πληθ. | κρούουν(ε) | έκρουαν κρούαν(ε) |
θα κρούουν(ε) | να κρούουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκρουσα | θα κρούσω | να κρούσω | κρούσει | ||
β' ενικ. | έκρουσες | θα κρούσεις | να κρούσεις | κρούσε | ||
γ' ενικ. | έκρουσε | θα κρούσει | να κρούσει | |||
α' πληθ. | κρούσαμε | θα κρούσουμε | να κρούσουμε | |||
β' πληθ. | κρούσατε | θα κρούσετε | να κρούσετε | κρούστε | ||
γ' πληθ. | έκρουσαν κρούσαν(ε) |
θα κρούσουν(ε) | να κρούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρούσει | είχα κρούσει | θα έχω κρούσει | να έχω κρούσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρούσει | είχες κρούσει | θα έχεις κρούσει | να έχεις κρούσει | ||
γ' ενικ. | έχει κρούσει | είχε κρούσει | θα έχει κρούσει | να έχει κρούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρούσει | είχαμε κρούσει | θα έχουμε κρούσει | να έχουμε κρούσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρούσει | είχατε κρούσει | θα έχετε κρούσει | να έχετε κρούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρούσει | είχαν κρούσει | θα έχουν κρούσει | να έχουν κρούσει |
|