σύγκρουση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύγκρουση | οι | συγκρούσεις |
γενική | της | σύγκρουσης* | των | συγκρούσεων |
αιτιατική | τη | σύγκρουση | τις | συγκρούσεις |
κλητική | σύγκρουση | συγκρούσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκρούσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύγκρουση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύγκρου(σις) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε σύγ- + κρούση. → δείτε τη λέξη συγκρούομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡɾu.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύγ‐κρου‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύγκρουση θηλυκό
- ορμητική πτώση ενός κινούμενου αντικειμένου πάνω σε άλλο κινούμενο ή ακίνητο αντικείμενο
- ⮡ θανατηφόρα μετωπική σύγκρουση δύο αυτοκινήτων
- πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία
- αναντιστοιχία, ασυμβατότητα
- ⮡ οι απόψεις σου έρχονται σε σύγκρουση με την κοινή λογική
- (πληροφορική) η εσφαλμένη υπαγωγή περιοχής δίσκου, κάρτας μνήμης ή άλλου φορέα δεδομένων σε διαφορετικά (περισσότερα του ενός) αναγνωριστικά (αναγνωριστικούς κώδικες)
- (πληροφορική) collision: η ταυτόχρονη χρήση ομοίων ονομάτων (πχ. μεταβλητών, συναρτήσεων) ή κωδικών (πχ. κωδικών κατατεμαχισμού), οπότε δημιουργείται πρόβλημα ταυτοποίησης τους
- → δείτε τη λέξη σύγκρουση ονομάτων
Εκφράσεις
επεξεργασία- σύγκρουση γιγάντων: τα δύο αντιμαχόμενα μέρη είναι εξίσου πολύ ισχυρά
- σύγκρουση συμφερόντων: η περίπτωση κατά την οποία η αποστολή ή η εργασία που έχει αναλάβει κάποιος βρίσκεται σε σύγκρουση με τα προσωπικά του συμφέροντα
- σύγκρουση δεδομένων:
- ύπαρξη (ή έστω εμφάνιση σε κάποιον) αντιφατικών δεδομένων
- (πληροφορική) καπέλωση εγγραφής δεδομένου από άλλο όμως πλέον χωρίς να ξέρουμε που (σε ποιο αναγνωριστικό) αντιστοιχεί ή αν το καπέλωμα ήταν μερικό και άρα το νέο ψευδοδεδομένο δεν ταιριάζει με κανένα πρωταρχικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κρούση και κρούω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σύγκρουση στη Βικιπαίδεια