Ουσιαστικό

επεξεργασία

smashup (en)

  1. ξαφνική βλάβη ή αστοχία
  2. σύγκρουση αυτοκινήτου με άλλο όχημα ή ακίνητο αντικείμενο, τρακάρισμα