↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστοχία οι αστοχίες
      γενική της αστοχίας των αστοχιών
    αιτιατική την αστοχία τις αστοχίες
     κλητική αστοχία αστοχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστοχία < (ελληνιστική κοινήἀστοχία < ἀ- + αρχαία ελληνική στόχος + -ία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.stoˈçi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστοχία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  1. αποτυχία
  2. (τεχνολογία) βλάβη
    (πληροφορική) αστοχία σκληρού δίσκου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία