ἀ-
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαἀ-
- στερητικό πρόθημα, και ἀν-· τονούμενα ἄ-, ἄν-
- ἀϋπνία
- ≈ συνώνυμα: νη-
- λατινικός όρος: alpha privativum
- αθροιστικό πρόθημα (με ψιλή) < ἁ- (με δασεία)
- ἀθρόος (με ψιλή), ἅπας (με δασεία)
- λατινικός όρος: alpha copulativum
- επιτατικό πρόθημα
- λατινικός όρος: alpha intensivum
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- λατινικός όρος: alpha euphonicum