Δείτε επίσης: ἄλφα, Α

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

ελληνικό αλφάβητο
 
 Α  α     άλφα / ἄλφα Ν ν   νι / νῦ
 Β  β  ϐ   βήτα / βῆτα Ξ ξ   ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γ γ   γάμα / γάμμα Ο ο   όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ)
 Δ δ   δέλτα Π π ϖ  πι / πεῖ, πῖ
 Ε ε   έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) Ρ ρ ϱ ρο / ῥῶ
 Ζ ζ   ζήτα / ζῆτα Σ σ/ς   σίγμα / σῖγμα
 Η η   ήτα / ἦτα Τ τ   ταυ / ταῦ
 Θ θ ϑ θήτα / θῆτα Υ υ   ύψιλον / ὖ ψιλόν, ()
 Ι ι   γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φ φ ϕ φι / φεῖ, φῖ
 Κ κ ϰ κάπα / κάππα Χ χ   χι / χεῖ, χῖ
 Λ λ   λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψ ψ   ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μ μ   μι / μῦ Ω ω   ωμέγα / ὦ μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝ ϝ   δίγαμμα  Ϻ ϻ   σαν
 Ϛ ϛ   στίγμα  Ϸ ϸ   σω
 Ϡ ϡ   σαμπί  Ͳ ͳ   παλαιό σαμπί
 Ϙ ϙ   κόππα  Ϟ ϟ   μεταγενέστερο κόππα
 Ͱ ͱ   ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ  ϲ   μηνοειδές σίγμα
 Ϗ ϗ   και  Ȣ ȣ   ου
 Ͷ ͷ   παμφυλιακό δίγαμμα        

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άλφα < αρχαία ελληνική ἄλφα < φοινικική 𐤀𐤋𐤐 (a-l-p) (=χιλιάδα) < 𐤀 (ʾaleph) < πρωτοσιναϊτικό ιερογλυφικό
F1
(αρχαία αιγυπτιακά)

Σημειώσεις Επεξεργασία

  • προέρχεται από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και ονομαζόταν άλεφ, δηλαδή ταύρος

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

άλφα ουδέτερο άκλιτο

  • το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (α, κεφαλαίο: Α)
  • βασικός
    Για να μπορέσουμε να συζητήσουμε και να λύσουμε τις διαφορές μας, είναι απαραίτητο να μου δείξεις έναν άλφα σεβασμό.

Παράγωγες λέξεις Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία