νι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νι < αρχαιοελληνικό νῦ
Ουσιαστικό επεξεργασία
νι ουδέτερο άκλιτο
- το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (ν, κεφαλαίο: Ν)
- νύγμα (σημάδι που βάζουμε δίπλα σε ένα στοιχείο καταλόγου το οποίο έχει εξελεγχθεί)