Ετυμολογία

επεξεργασία
εξελέγχω < αρχαία ελληνική ἐξελέγχω

εξελέγχω (παθητική φωνή: εξελέγχομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία