εξελεγκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξελεγκτικός < εξελέγχω
Επίθετο
επεξεργασίαεξελεγκτικός
- που (προορίζεται για να) εξελέγχει
- Η Εξελεγκτική Επιτροπή ενός συλλόγου έχει έργο να εξετάζει και διαπιστώνει εάν οι διαχειριστικές πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου έγιναν σύμφωνα με το καταστατικό του συλλόγου.
- που αφορά εξέλεγχο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξελεγκτικός
|