Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσεκάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Παράγωγες λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
τσεκάρω
<
αγγλική
check
Ρήμα
Επεξεργασία
τσεκάρω
ελέγχω
,
εξελέγχω
Βλέπε
νυγματίζω
Παράγωγες λέξεις
Επεξεργασία
τσεκάρισμα
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
τσεκάρω
αγγλικά
:
check
(en)
γαλλικά
:
vérifier
(fr)
,
contrôler
(fr)