Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσεκάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική check + κατάληξη -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

τσεκάρω

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. τσεκάρω τσέκαρα θα τσεκάρω να τσεκάρω τσεκάροντας
β' ενικ. τσεκάρεις τσέκαρες θα τσεκάρεις να τσεκάρεις τσεκάρετε
γ' ενικ. τσεκάρει τσέκαρε θα τσεκάρει να τσεκάρει
α' πληθ. τσεκάρουμε τσεκάραμε θα τσεκάρουμε να τσεκάρουμε
β' πληθ. τσεκάρετε τσεκάρατε θα τσεκάρετε να τσεκάρετε τσεκάρετε
γ' πληθ. τσεκάρουν(ε) τσέκαραν
τσεκάραν(ε)
θα τσεκάρουν(ε) να τσεκάρουν(ε)

  Μεταφράσεις επεξεργασία