Ετυμολογία

επεξεργασία
νυγματίζω < νύγμα (όπως στιγματίζω < στίγμα)

νυγματίζω

  • τοποθετώ νύγμα ( ) συνήθως πριν από την αρχή ή μετά το τέλος μιας λέξης, φράσης, πρότασης, απαίτησης κτλ. δηλώνοντας έτσι ότι την επιλέγω ή ότι την κρίνω αληθή ή ότι έχω (εξ)ελέγξει το περιεχόμενό της και συμφωνώ με αυτό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία