check
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
check | checks |
check (en)
- ο έλεγχος, μια πράξη του να ελέγχω κάτι για να βεβαιωθώ ότι είναι ασφαλές, σωστό ή σε καλή κατάσταση
- ⮡ We make regular checks on the quality of our products.
- Κάνουμε τακτικούς ελέγχους στην ποιότητα των προϊόντων μας.
- ⮡ We make regular checks on the quality of our products.
- η επιθεώρηση, η εξέταση
- η επιταγή, το τσεκ
- ⮡ I am paying by check.
- Πληρώνω με επιταγή.
- ⮡ I will pay by check and not with cash.
- Θα πληρώσει με τσεκ και όχι με μετρητά.
- ⮡ I am paying by check.
- (αμερικανική σημασία) ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο
- το νύγμα ( )
- (σκάκι) το σαχ, το ρουά
- ⮡ checkmate - σαχ ματ/ρουά ματ
- (συνήθως στον πληθυντικό) διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | check |
γ΄ ενικό ενεστώτα | checks |
αόριστος | checked |
παθητική μετοχή | checked |
ενεργητική μετοχή | checking |
check (en)
- (μεταβατικό) ελέγχω, εξετάζω, κοιτάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό
- ⮡ He checked his blood pressure.
- Έλεγξε την πίεσή του.
- ⮡ We’ll check the quality.
- Θα ελέγξουμε την ποιότητα.
- ⮡ They checked the passengers’ luggage.
- Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
- ⮡ I will check your story/the numbers.
- Θα ελέγξω την ιστορία σου/τους αριθμούς.
- ⮡ He bought the goods without checking their quality.
- Αγόρασε τα εμπορεύματα χωρίς να εξετάσει την ποιότητά τους.
- ⮡ Check this document, please.
- Κοίταξε, σε παρακαλώ, αυτό το έγγραφο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine
- ⮡ He checked his blood pressure.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητώ από κάποιον να μάθω αν κάτι ή κάποιος είναι παρόν, σωστό ή αληθινό ή αν κάτι είναι όπως νομίζω ότι είναι
- ⮡ Check that the door is locked.
- Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη.
- ⮡ Before you go, check that all lights are off.
- Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά.
- ⮡ Check if there are any letters for me.
- Κοίτα αν υπάρχουν γράμματα για μένα.
- ⮡ Check who’s here!
- Κοίτα ποιος είναι εδώ!
- ⮡ I’ll check it later.
- Θα το κοιτάξω αργότερα.
- ⮡ He checked the price.
- Ζήτησε να μάθει τη τιμή.
- ⮡ Check that the door is locked.
- (μεταβατικό) τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι
- ⮡ Check all the items on the list.
- Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
- ⮡ Check all the items on the list.
- (μεταβατικό) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει
- (μεταβατικό) συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
- ⮡ I am checking my anger.
- Συγκρατώ το θυμό μου.
- ≈ συνώνυμα: keep in check
- ⮡ I am checking my anger.
- (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) αφήνω βαλίτσες ή αποσκευές σε έναν υπάλληλο για να τις βάλει σε αεροπλάνο ή τρένο
- ⮡ charges for additional checked baggage - χρεώσεις για επιπλέον παραδοτέες αποσκευές