check
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
check (en)
- η επιταγή, το τσεκ
- ο λογαριασμός (πχ στο εστιατόριο)
- το νύγμα ( )
- επιθεώρηση, εξέταση
- (σκάκι) το σαχ, το ρουά
- (συνήθως στον πληθυντικό) διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | check |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | checks |
αόριστος | checked |
παθητική μετοχή | checked |
ενεργητική μετοχή | checking |
check (en)