Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃɛk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
check checks

check (en)

  1. ο έλεγχος, μια πράξη του να ελέγχω κάτι για να βεβαιωθώ ότι είναι ασφαλές, σωστό ή σε καλή κατάσταση
    ⮡  We make regular checks on the quality of our products.
    Κάνουμε τακτικούς ελέγχους στην ποιότητα των προϊόντων μας.
  2. η επιθεώρηση, η εξέταση
  3. η επιταγή, το τσεκ
    ⮡  I am paying by check.
    Πληρώνω με επιταγή.
    ⮡  I will pay by check and not with cash.
    Θα πληρώσει με τσεκ και όχι με μετρητά.
  4. (αμερικανική σημασία) ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο
    ⮡  The check, please.
    Το λογαριασμό, παρακαλώ.
     συνώνυμα: bill
  5. το νύγμα ( )
  6. (σκάκι) το σαχ, το ρουά
    ⮡  checkmate - σαχ ματ/ρουά ματ
  7. (συνήθως στον πληθυντικό) διακοσμητικό μοτίβο αποτελούμενο από τετράγωνα σε δύο χρώματα, όπως στη σκακιέρα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας check
γ΄ ενικό ενεστώτα checks
αόριστος checked
παθητική μετοχή checked
ενεργητική μετοχή checking

check (en)

  1. (μεταβατικό) ελέγχω, εξετάζω, κοιτάζω κάτι για να δω αν είναι σωστό, ασφαλές ή δεκτό
    ⮡  He checked his blood pressure.
    Έλεγξε την πίεσή του.
    ⮡  We’ll check the quality.
    Θα ελέγξουμε την ποιότητα.
    ⮡  They checked the passengers’ luggage.
    Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
    ⮡  I will check your story/the numbers.
    Θα ελέγξω την ιστορία σου/τους αριθμούς.
    ⮡  He bought the goods without checking their quality.
    Αγόρασε τα εμπορεύματα χωρίς να εξετάσει την ποιότητά τους.
    ⮡  Check this document, please.
    Κοίταξε, σε παρακαλώ, αυτό το έγγραφο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητώ από κάποιον να μάθω αν κάτι ή κάποιος είναι παρόν, σωστό ή αληθινό ή αν κάτι είναι όπως νομίζω ότι είναι
    ⮡  Check that the door is locked.
    Βεβαιώσου ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη.
    ⮡  Before you go, check that all lights are off.
    Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά.
    ⮡  Check if there are any letters for me.
    Κοίτα αν υπάρχουν γράμματα για μένα.
    ⮡  Check who’s here!
    Κοίτα ποιος είναι εδώ!
    ⮡  I’ll check it later.
    Θα το κοιτάξω αργότερα.
    ⮡  He checked the price.
    Ζήτησε να μάθει τη τιμή.
  3. (μεταβατικό) τσεκάρω, κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι
    ⮡  Check all the items on the list.
    Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
  4. (μεταβατικό) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο σταματώντας κάτι να αυξάνεται ή να χειροτερεύει
    ⮡  The government must check the growth in inflation.
    Η κυβέρνηση πρέπει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη curb
  5. (μεταβατικό) συγκρατώ, σταματώ τον εαυτό μου από το να πω ή να κάνω κάτι ή να δείξω ένα συγκεκριμένο συναίσθημα
    ⮡  I am checking my anger.
    Συγκρατώ το θυμό μου.
     συνώνυμα: keep in check
  6. (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) αφήνω βαλίτσες ή αποσκευές σε έναν υπάλληλο για να τις βάλει σε αεροπλάνο ή τρένο
    ⮡  charges for additional checked baggage - χρεώσεις για επιπλέον παραδοτέες αποσκευές

Παράγωγα

επεξεργασία