Ετυμολογία

επεξεργασία
in check < → δείτε τις λέξεις in και check

  Έκφραση

επεξεργασία

in check (en)

  • (ιδιωματισμός) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο για να μην χειροτερέψει
    ⮡  I must keep my emotions in check.
    Πρέπει να συγκρατήσω τα αισθήματά μου.