Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Schach (σάχης) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsax/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαχ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία