κατάσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάσταση | οι | καταστάσεις |
γενική | της | κατάστασης* | των | καταστάσεων |
αιτιατική | την | κατάσταση | τις | καταστάσεις |
κλητική | κατάσταση | καταστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάσταση < αρχαία ελληνική κατάστα(σις) + -ση. Για σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική état[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + στάση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.sta.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάσταση θηλυκό
- ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάτι σε δεδομένο τόπο και χρόνο | οι φυσικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες υπάρξεως
- τρέχουσα κατάσταση, οικογενειακή κατάσταση
- πίνακας, λίστα, κατάλογος στον οποίο υπάρχουν ονόματα ή και άλλα στοιχεία σύμφωνα με μια ιδιότητά τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάτι σε δεδομένο τόπο και χρόνο
επεξεργασία
- ↑ κατάσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.