κατάστασις
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάστασις < αρχαία ελληνική κατάστασις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάστασις θηλυκό
- εγκατάσταση, τοποθέτηση κάποιυ σε αξίωμα
- κατάσταση ψυχική, οικονομική κ.λπ.
- εμφάνιση, μορφή
- καταστάσεις: δουλειές, ασχολίες
- συνθήκη ειρήνης, ανακωχή, συμφωνία
Πηγές
επεξεργασία- κατάστασις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάστασῐς | αἱ | καταστάσεις |
γενική | τῆς | καταστάσεως | τῶν | καταστάσεων |
δοτική | τῇ | καταστάσει | ταῖς | καταστάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάστασῐν | τὰς | καταστάσεις |
κλητική ὦ! | κατάστασῐ | καταστάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταστασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάστασις < καθίστημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάστασις
- κατάσταση, οι συνθήκες ή ο τρόπος που υπάρχει κάποιος ή κάτι σε μία χρονική στιγμή ή περίοδο
- το σύνταγμα, το κατεστημένο, το καθεστώς (όχι ως κάτι αντιδραστικό, αλλά εκείνο που θεωρείται έγκυρο και έχει σταθεροποιηθεί στην εξουσία από καιρό, έχει δοκιμαστεί στην πράξη, το προγονικό)
- οι συνθήκες, όπως οι καιρικές
- η διάθεση, η στάση έναντι ενός θέματος
- εγκαθίδρυση
- διορισμός
- εισαγωγή, προετοιμασία, παρουσίαση πρεσβειών στην αγορά
- καταλάγιασμα, ηρεμία, ισορροπία
Πηγές
επεξεργασία- κατάστασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάστασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.