ανακωχή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακωχή | οι | ανακωχές |
γενική | της | ανακωχής | των | ανακωχών |
αιτιατική | την | ανακωχή | τις | ανακωχές |
κλητική | ανακωχή | ανακωχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανακωχή < αρχαία ελληνική ἀνοκωχή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.koˈçi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανακωχή θηλυκό
- η συμφωνία για τον τερματισμό των εχθροπραξιών ανάμεσα σε δύο εμπόλεμα μέρη
- η συμφωνία μεταξύ δύο αντιπάλων ότι θα πάψουν τις επιθετικές ενέργειες
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- εκεχειρία
- κατάπαυση του πυρός