εκεχειρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκεχειρία < αρχαία ελληνική ἐκεχειρία (ἔχω + χείρ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκεχειρία θηλυκό
- η προσωρινή παύση των εχθροπραξιών
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκεχειρία