Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκεχειρία < ἔχω + χείρ (συγκρατώ τα χέρια μου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐκεχειρία θηλυκό