χείρ
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χειρ- χερ- | |||||
ονομαστική | ἡ | χείρ | αἱ | χεῖρες | |
γενική | τῆς | χειρός | τῶν | χειρῶν | |
δοτική | τῇ | χειρῐ́ | ταῖς | χερσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | χείρᾰ | τὰς | χεῖρᾰς | |
κλητική ὦ! | χείρ | χεῖρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χεῖρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χεροιν | |||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μεταπλαστά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χείρ θηλυκό
ΚλίσηΕπεξεργασία
- εκτός από τους παρατιθέμενους τύπους, ειδικά οι ποιητές αλλά πιθανόν και ο κόσμος στην τότε καθομιλουμένη χρησιμοποιούσε και τους εξής:
- χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας , χείρεσι(ν), χείρεσσι, χέρεσσι(ν), χερέεσσιν και οι Δωριείς χήρ, χηρός, χῆρας οι δε Αιολείς χέρρας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- χειρός ἔχειν τινά: το να κρατάς κάποιον από το χέρι
- χερί χειρός ἑλών: τον τράβηξε, τον σήκωσε από το χέρι
- χεῖράς τ᾽ ἀλλήλων λαβέτην: να δώσουμε τα χέρια, σε ένειξη καλής πίστης
- χεῖρας ἀνασχεῖν: σηκώνω τα χέρια ψηλά, είτε δεν ξέρω τι να κάνω, είτε προς Θεό για να με βοηθήσει
- ἀράτω τήν χείρα - ἀνατεινάτω τὴν χείρα : ας σηκωθούν τα χέρια (σε ψηφοφορίες)
- χεῖρας ἀφέξει: μακριά τα χέρια! μην αγγίζεις!
- πορεύεσθαι ἐπί χειρῶν: για ζώα, για όσα πλάσματα βαδίζουν στα τέσσερα
- ποτέρας τῆς χερός;: σε ποια μεριά; στα δεξιά; στα αριστερά; (για κατεύθυνση)
- τά ἀνά χεῖρα πράγματα, ο ἀνά χεῖρα χρόνος : το τωρινό ζήτημα, ο τρέχων χρόνος,
- διά χειρῶν ἔχειν π.χ. τὴν πολιτείαν: ελέγχει κάοιον, το λαό, την κυβέρνηση, τους έχει του χεριού του
- ἐς χεῖρας λαβεῖν τι: παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου
- κατά χειρός: (ας φέρει κάποιος το νερό) να το ρίξει στα χέρια, φράση πριν από το γεύμα για το πλύσιμο των χεριών
- πρό χειρῶν: μπροστά σου είναι, μπροστά στα μάτια σου
- χείρ ὑπερμήκης: το μακρύ χέρι που φτάνει πιο μακριά από όσο πρέπει (π.χ. για το βασιλιά των Περσών)
- χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει: με χέρια και με πόδια, με κάθε τρόπο, με όλες μας τις δυνάμεις
- χείρ μεγάλη: μεγάλος αριθμός από στρατιώτες ή αγρότες, όπως λέμε σήμερα "χρειάζονται πολλά χέρια"
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- χειραγωγός και χειραγωγέω και χειραγωγία
- χειραπτάζω ( < χειραψία)
- χειρόβιδα, χειροκοχλίας
- χειροδάικτος (που τον σκότωσε κάποιος με τα χέρια του)
- χειρόδεικτος
- χειροδίκης
- χειροδράκων
- χειρόμακτρον
- χειρομύλη (χερόμυλος)
- χειρονομέω χειρονόμος (νέμω τας χείρας, στην παντομίμα)
- χειροπληθής
- χειροποιέομαι, χειροποίητος (κάτι τεχνητό και όχι φυσικό, κάτι που φτιάχνει ο άνθρωπος)
- χειροτέχνης, χειροτεχνέω, χειροτεχνία, χειροτεχνικός
- χειροτονέω (ψηφίζω κάποιον δια ανατάσεως της χειρός)
- χειροτονητός (που εκλέχτηκε με ανάταση των χειρών)
- χειροτονητέον, χειροτονία, χειρότονος
- χειρουργός, χειρουργέω , χειρούργημα, χειρουργία
- χειρόφερτος
- χειρῶναξ, χειρωναξία
- χεριάρης (+ ἀραρίσκω, ο επιδέξιος)
- χέρνιψ (το αγίασμα με το οποίο έπλεναν τα χέρια τους πριν από θυσία, χερνίβιον (η λεκάνη), χερνίπτομαι (τελετουργικό νίψιμο πριν τη θυσία)
- χερομυσής ( + μύσος, αυτός που μολύνει τα χέρια)
Επεξεργασία
- χειράς - χιράς
- χείριος (ο υποχείριος)
- χειρίζω
- χειρισμός (εγχείρηση και διοίκηση)
- χειρίς (γάντι και μανίκι)
- χειριδωτός (με μανίκια)
- χειρόω (κάνω υποχείριο, νικώ κάποιον)
- χείρωμα (νίκη και έργο βίας)
- χείρωσις
- χειρωτική (η τέχνη του τιθασεύειν)
- Χείρων
- χερνής (ο προλετάριος, αυτός που ζει από όσα φτιάχνει με τα χέρια του, ο χειρώνακτας)
- χερνήτης