χείρ
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
χειρ- χερ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | χείρ | αἱ | χεῖρες | ||||
γενική | τῆς | χειρός | τῶν | χειρῶν | ||||
δοτική | τῇ | χειρῐ́ | ταῖς | χερσῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | χείρᾰ | τὰς | χεῖρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | χείρ | χεῖρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χεῖρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χεροιν | ||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μεταπλαστά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χείρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχείρ θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- εκτός από τους παρατιθέμενους τύπους, ειδικά οι ποιητές αλλά πιθανόν και ο κόσμος στην τότε καθομιλουμένη χρησιμοποιούσε και τους εξής:
- χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας , χείρεσι(ν), χείρεσσι, χέρεσσι(ν), χερέεσσιν και οι Δωριείς χήρ, χηρός, χῆρας οι δε Αιολείς χέρρας
Εκφράσεις
επεξεργασία- χειρός ἔχειν τινά: το να κρατάς κάποιον από το χέρι
- χερὶ χειρὸς ἑλών
- χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην
- χεῖρας ἀνασχεῖν
- ἀράτω τὴν χείρα - ἀνατεινάτω τὴν χείρα : ας σηκωθούν τα χέρια (σε ψηφοφορίες)
- χεῖρας ἀφέξει
- πορεύεσθαι ἐπί χειρῶν
- ποτέρας τῆς χερός;
- τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα, ἀνὰ χεῖρα χρόνος
- διὰ χειρῶν ἔχειν
- ἐς χεῖρας λαβεῖν τι
- κατὰ χειρός
- πρὸ χειρῶν
- χεὶρ ὑπερμήκης
- χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει
- χεὶρ μεγάλη
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χειρ- χερ-
χειρ- χερ-
και
Πηγές
επεξεργασία- χείρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χείρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.