χειρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χειρισμός < αρχαία ελληνική χειρισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χειρισμός αρσενικό
- η ενέργεια του χειρίζομαι
- (ειδικότερα) ο χειρισμός (1) σε μία συγκεκριμένη στιγμή
- (μεταφορικά) ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να οργανώσουμε ή να διευθύνουμε ένα γεγονός, μια υπόθεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χειρισμός < χειρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χειρισμός αρσενικό
- ενέργεια με τα χέρια
- (συνεκδοχικά) η εγχείρηση