χειρίζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χειρίζομαι < αρχαία ελληνική χειρίζω < χείρ
ΡήμαΕπεξεργασία
χειρίζομαι
- δίνω τις απαραίτητες εντολές ή κάνω τους απαραίτητους χειρισμούς ώστε να λειτουργήσει ένα μηχάνημα και να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο
- είμαι ο αρμόδιος να ασχοληθώ και έχω την ευθύνη του χειρισμού μιας υπόθεσης νομικής, πολιτικής κ.λπ.