operate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | operate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | operates |
αόριστος | operated |
παθητική μετοχή | operated |
ενεργητική μετοχή | operating |
Ρήμα
επεξεργασίαoperate (en)
- (αμετάβατο) λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
- (μεταβατικό) λειτουργώ, χρησιμοποιώ μηχανή
- ⮡ Can you operate the washing machine?
- Μπορείς να λειτουργήσεις το πλυντήριο;
- ⮡ Can you operate the washing machine?
- (μεταβατικό) διευθύνω επιχείρηση
- (αμετάβατο) λειτουργεί επιχείρηση ή υπηρεσία
- ⮡ Schools/public services do not operate on Sundays.
- Τα σχολεία/οι δημόσιες υπηρεσίες δεν λειτουργούν την Κυριακή.
- ⮡ Schools/public services do not operate on Sundays.
- (ιατρική) (αμετάβατο) χειρουργώ
- ⮡ We must operate at once.
- Πρέπει να χειρουργήσουμε αμέσως.
- ⮡ He was operated on for appendicitis.
- Χειρουργήθηκε για σκωληκοειδίτιδα.
- ⮡ We must operate at once.
Πηγές
επεξεργασία- operate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 236, 497-498, 968. ISBN 9780194325684., λήμμα: διευθύνω, λειτουργώ, χειρουργώ