ενεστώτας operate
γ΄ ενικό ενεστώτα operates
αόριστος operated
παθητική μετοχή operated
ενεργητική μετοχή operating

operate (en)

  1. (αμετάβατο) λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  I do not know how the heart operates.
    Δεν ξέρω πώς λειτουργεί η καρδιά.
    ⮡  Our phone is not operating properly.
    Το τηλέφωνό μας δεν λειτουργεί καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη function
  2. (μεταβατικό) λειτουργώ, χρησιμοποιώ μηχανή
    ⮡  Can you operate the washing machine?
    Μπορείς να λειτουργήσεις το πλυντήριο;
  3. (μεταβατικό) διευθύνω επιχείρηση
    ⮡  I operate a hotel/business/school.
    Διευθύνω ξενοδοχείο/επιχείρηση/σχολείο.
     συνώνυμα: run
  4. (αμετάβατο) λειτουργεί επιχείρηση ή υπηρεσία
    ⮡  Schools/public services do not operate on Sundays.
    Τα σχολεία/οι δημόσιες υπηρεσίες δεν λειτουργούν την Κυριακή.
  5. (ιατρική) (αμετάβατο) χειρουργώ
    ⮡  We must operate at once.
    Πρέπει να χειρουργήσουμε αμέσως.
    ⮡  He was operated on for appendicitis.
    Χειρουργήθηκε για σκωληκοειδίτιδα.