χειρουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειρουργώ < (καθαρεύουσα) χειρουργῶ < αρχαία ελληνική χειρουργέω / χειρουργῶ
Ρήμα
επεξεργασίαχειρουργώ ( παθητικό: χειρουργούμαι )
- (ιατρική) εγχειρίζω κάποιον, τον υποβάλλω σε χειρουργική επέμβαση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειρουργώ | χειρουργούσα | θα χειρουργώ | να χειρουργώ | χειρουργώντας | |
β' ενικ. | χειρουργείς | χειρουργούσες | θα χειρουργείς | να χειρουργείς | (χειρούργει) | |
γ' ενικ. | χειρουργεί | χειρουργούσε | θα χειρουργεί | να χειρουργεί | ||
α' πληθ. | χειρουργούμε | χειρουργούσαμε | θα χειρουργούμε | να χειρουργούμε | ||
β' πληθ. | χειρουργείτε | χειρουργούσατε | θα χειρουργείτε | να χειρουργείτε | χειρουργείτε | |
γ' πληθ. | χειρουργούν(ε) | χειρουργούσαν(ε) | θα χειρουργούν(ε) | να χειρουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειρούργησα | θα χειρουργήσω | να χειρουργήσω | χειρουργήσει | ||
β' ενικ. | χειρούργησες | θα χειρουργήσεις | να χειρουργήσεις | χειρούργησε | ||
γ' ενικ. | χειρούργησε | θα χειρουργήσει | να χειρουργήσει | |||
α' πληθ. | χειρουργήσαμε | θα χειρουργήσουμε | να χειρουργήσουμε | |||
β' πληθ. | χειρουργήσατε | θα χειρουργήσετε | να χειρουργήσετε | χειρουργήστε | ||
γ' πληθ. | χειρούργησαν χειρουργήσαν(ε) |
θα χειρουργήσουν(ε) | να χειρουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χειρουργήσει | είχα χειρουργήσει | θα έχω χειρουργήσει | να έχω χειρουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χειρουργήσει | είχες χειρουργήσει | θα έχεις χειρουργήσει | να έχεις χειρουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χειρουργήσει | είχε χειρουργήσει | θα έχει χειρουργήσει | να έχει χειρουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χειρουργήσει | είχαμε χειρουργήσει | θα έχουμε χειρουργήσει | να έχουμε χειρουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χειρουργήσει | είχατε χειρουργήσει | θα έχετε χειρουργήσει | να έχετε χειρουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χειρουργήσει | είχαν χειρουργήσει | θα έχουν χειρουργήσει | να έχουν χειρουργήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειρουργούμαι | χειρουργούμουν | θα χειρουργούμαι | να χειρουργούμαι | ||
β' ενικ. | χειρουργείσαι | χειρουργούσουν | θα χειρουργείσαι | να χειρουργείσαι | ||
γ' ενικ. | χειρουργείται | χειρουργούνταν | θα χειρουργείται | να χειρουργείται | ||
α' πληθ. | χειρουργούμαστε | χειρουργούμασταν χειρουργούμαστε |
θα χειρουργούμαστε | να χειρουργούμαστε | ||
β' πληθ. | χειρουργείστε | χειρουργούσασταν χειρουργούσαστε |
θα χειρουργείστε | να χειρουργείστε | χειρουργείστε | |
γ' πληθ. | χειρουργούνται | χειρουργούνταν | θα χειρουργούνται | να χειρουργούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειρουργήθηκα | θα χειρουργηθώ | να χειρουργηθώ | χειρουργηθεί | ||
β' ενικ. | χειρουργήθηκες | θα χειρουργηθείς | να χειρουργηθείς | χειρουργήσου | ||
γ' ενικ. | χειρουργήθηκε | θα χειρουργηθεί | να χειρουργηθεί | |||
α' πληθ. | χειρουργηθήκαμε | θα χειρουργηθούμε | να χειρουργηθούμε | |||
β' πληθ. | χειρουργηθήκατε | θα χειρουργηθείτε | να χειρουργηθείτε | χειρουργηθείτε | ||
γ' πληθ. | χειρουργήθηκαν χειρουργηθήκαν(ε) |
θα χειρουργηθούν(ε) | να χειρουργηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χειρουργηθεί | είχα χειρουργηθεί | θα έχω χειρουργηθεί | να έχω χειρουργηθεί | χειρουργημένος | |
β' ενικ. | έχεις χειρουργηθεί | είχες χειρουργηθεί | θα έχεις χειρουργηθεί | να έχεις χειρουργηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χειρουργηθεί | είχε χειρουργηθεί | θα έχει χειρουργηθεί | να έχει χειρουργηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χειρουργηθεί | είχαμε χειρουργηθεί | θα έχουμε χειρουργηθεί | να έχουμε χειρουργηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χειρουργηθεί | είχατε χειρουργηθεί | θα έχετε χειρουργηθεί | να έχετε χειρουργηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χειρουργηθεί | είχαν χειρουργηθεί | θα έχουν χειρουργηθεί | να έχουν χειρουργηθεί |