εγχειρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγχειρίζω < αρχαία ελληνική ἐγχειρίζω < ἐν + χείρ
Ρήμα
επεξεργασίαεγχειρίζω (παθητική φωνή: εγχειρίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγχειρίζω | εγχείριζα | θα εγχειρίζω | να εγχειρίζω | εγχειρίζοντας | |
β' ενικ. | εγχειρίζεις | εγχείριζες | θα εγχειρίζεις | να εγχειρίζεις | εγχείριζε | |
γ' ενικ. | εγχειρίζει | εγχείριζε | θα εγχειρίζει | να εγχειρίζει | ||
α' πληθ. | εγχειρίζουμε | εγχειρίζαμε | θα εγχειρίζουμε | να εγχειρίζουμε | ||
β' πληθ. | εγχειρίζετε | εγχειρίζατε | θα εγχειρίζετε | να εγχειρίζετε | εγχειρίζετε | |
γ' πληθ. | εγχειρίζουν(ε) | εγχείριζαν εγχειρίζαν(ε) |
θα εγχειρίζουν(ε) | να εγχειρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγχείρισα | θα εγχειρίσω | να εγχειρίσω | εγχειρίσει | ||
β' ενικ. | εγχείρισες | θα εγχειρίσεις | να εγχειρίσεις | εγχείρισε | ||
γ' ενικ. | εγχείρισε | θα εγχειρίσει | να εγχειρίσει | |||
α' πληθ. | εγχειρίσαμε | θα εγχειρίσουμε | να εγχειρίσουμε | |||
β' πληθ. | εγχειρίσατε | θα εγχειρίσετε | να εγχειρίσετε | εγχειρίστε | ||
γ' πληθ. | εγχείρισαν εγχειρίσαν(ε) |
θα εγχειρίσουν(ε) | να εγχειρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγχειρίσει | είχα εγχειρίσει | θα έχω εγχειρίσει | να έχω εγχειρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγχειρίσει | είχες εγχειρίσει | θα έχεις εγχειρίσει | να έχεις εγχειρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγχειρίσει | είχε εγχειρίσει | θα έχει εγχειρίσει | να έχει εγχειρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγχειρίσει | είχαμε εγχειρίσει | θα έχουμε εγχειρίσει | να έχουμε εγχειρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγχειρίσει | είχατε εγχειρίσει | θα έχετε εγχειρίσει | να έχετε εγχειρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγχειρίσει | είχαν εγχειρίσει | θα έχουν εγχειρίσει | να έχουν εγχειρίσει |
|