• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

opérer

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ρήμα

επεξεργασία

opérer (fr)

  • (μεταβατικό)
  1. (παρωχημένο) παράγω, καθορίζω
  2. δρω
  3. πραγματοποιώ
  4. χειρουργώ, εγχειρίζω
  • (pronominal: αντωνυμικό)
  1. πραγματοποιούμαι, λαμβάνω χώρα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • opérateur - opératrice
  • opérationnel - opérationnelle
  • opératoire
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=opérer&oldid=5564077"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Μαΐου 2022, στις 20:06

Γλώσσες

    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • ဘာသာမန်
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Μαΐου 2022, στις 20:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας