Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
opérer
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
opérer
(fr)
(
μεταβατικό
)
(
παρωχημένο
)
παράγω
,
καθορίζω
δρω
πραγματοποιώ
χειρουργώ
,
εγχειρίζω
(
pronominal
:
αντωνυμικό
)
πραγματοποιούμαι
, λαμβάνω
χώρα
Συγγενικά
επεξεργασία
opérateur
-
opératrice
opérationnel
-
opérationnelle
opératoire