• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

opérer

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΡήμαΕπεξεργασία

opérer (fr)

  • (μεταβατικό)
  1. (παρωχημένο) παράγω, καθορίζω
  2. δρω
  3. πραγματοποιώ
  4. χειρουργώ, εγχειρίζω
  • (pronominal)
  1. πραγματοποιούμαι, λαμβάνω χώρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • opérateur - opératrice
  • opérationnel - opérationnelle
  • opératoire
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=opérer&oldid=5564077"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Μαΐου 2022, στις 20:06
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Μαΐου 2022, στις 20:06.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie