ενικός         πληθυντικός  
opératoire opératoires

opératoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χειρουργικός
  2. λειτουργικός

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη opérer