↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειρουργικός η χειρουργική το χειρουργικό
      γενική του χειρουργικού της χειρουργικής του χειρουργικού
    αιτιατική τον χειρουργικό τη χειρουργική το χειρουργικό
     κλητική χειρουργικέ χειρουργική χειρουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειρουργικοί οι χειρουργικές τα χειρουργικά
      γενική των χειρουργικών των χειρουργικών των χειρουργικών
    αιτιατική τους χειρουργικούς τις χειρουργικές τα χειρουργικά
     κλητική χειρουργικοί χειρουργικές χειρουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρουργικός < (ελληνιστική κοινήχειρουργικός (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική χειρουργικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χειρουργικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη χειρουργική ή τους χειρούργους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) χειρουργική: ο σχετικός επιστημονικός κλάδος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία