σχετικός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σχετικός < αρχαία ελληνική σχετικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σχετικός
- → Λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) αυτής της λέξης., συγκριτικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σχετικός
- (φυσική) σχετικιστής, φυσικός με πεδίο έρευνας την συμφιλίωση της γενικοσχετικότητας με την κβαντική θεωρία πεδίου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχετικός