σχετικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ένα διάγραμμα οντοτήτων-συσχετίσεων με τρεις πίνακες και τις συσχετίσεις μεταξύ των γραμμών τους. Οι πίνακες Group και Department (και οι αντίστοιχες εγγραφές τους) είναι σχετικοί γιατί συνδέονται με τα κλειδιά depart_it (εξωτερικό) και id (πρωτεύον). Παρόμοια και οι πίνακες Student και Group
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σχετικός < αρχαία ελληνική σχετικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σχετικός ός, ή, ό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί), συγκριτικός
- (βάσεις δεδομένων) οι πίνακες και οι αντίστοιχες εγγραφές (γραμμές) τους που συνδέονται λογικά με την χρήση πρωτευόντων και εξωτερικών κλειδιών (βλ. συσχέτιση, σχέση)
- Συνώνυμα: σχετιζόμενος, συσχετιζόμενος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σχετικός αρσενικό
- (φυσική) σχετικιστής, φυσικός με πεδίο έρευνας την συμφιλίωση της γενικοσχετικότητας με την κβαντική θεωρία πεδίου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σχετικός