Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχέσῐς αἱ σχέσεις
      γενική τῆς σχέσεως τῶν σχέσεων
      δοτική τῇ σχέσει ταῖς σχέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σχέσῐν τὰς σχέσεις
     κλητική ! σχέσῐ σχέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχέσει
γεν-δοτ τοῖν  σχεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχέσις < θέμα σχε- (όπως στον αόριστο β' σχεῖν, ἔσχον του ἔχω) + -σις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχέσις θηλυκό

  1. η (προσωρινή) φυσική σωματική κατάσταση
     αντώνυμα: ἔξις
  2. στάσιμη κατάσταση
  3. χαρακτήρας, ιδιότητα
  4. σχέση, συσχέτιση
  5. κατοχή, απόκτηση

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία