φυσική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυσική | ||
γενική | της | φυσικής | ||
αιτιατική | τη | φυσική | ||
κλητική | φυσική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυσική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσικός
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυσική θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυσική
|