↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαινόμενο τα φαινόμενα
      γενική του φαινομένου
φαινόμενου
των φαινομένων
    αιτιατική το φαινόμενο τα φαινόμενα
     κλητική φαινόμενο φαινόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαινόμενο < από το ουδέτερο της μετοχής φαινόμενος του ρήματος φαίνομαι
(γεγονός, συμβάν) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική phénomène[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /feˈno.me.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαι‐νό‐με‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαινόμενο ουδέτερο

  1. κάθε γεγονός, διεργασία, μεταβολή που παρατηρεί ο άνθρωπος στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον ή τις ψυχοπνευματικές του εκδηλώσεις
    ⮡  έκτακτα καιρικά φαινόμενα προανήγγειλε η μετεωρολογική υπηρεσία.
    ⮡  η έξαρση της εγκληματικότητας είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τις αρχές.
    ⮡  σήμερα θα μιλήσουμε για την έκθλιψη των φωνηέντων και άλλα παρόμοια γραμματικά φαινόμενα.
  2. κάτι το ασυνήθιστο, το εξαιρετικό
    ⮡  Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο. Σε ηλικία μόλις έξι ετών μιλάει τόσο καλά δύο ξένες γλώσσες.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τα φαινόμενα απατούν: υπάρχει διαφορά σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που πραγματικά είναι
  • κατά τα φαινόμενα: απ' ό,τι φαίνεται

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία