φαινόμενο του θερμοκηπίου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαινόμενο του θερμοκηπίου | τα | φαινόμενα του θερμοκηπίου |
γενική | του | φαινομένου του θερμοκηπίου | των | φαινομένων του θερμοκηπίου |
αιτιατική | το | φαινόμενο του θερμοκηπίου | τα | φαινόμενα του θερμοκηπίου |
κλητική | φαινόμενο του θερμοκηπίου | φαινόμενα του θερμοκηπίου | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαινόμενο του θερμοκηπίου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική greenhouse effect
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαφαινόμενο του θερμοκηπίου ουδέτερο
- (φυσική) η διαδικασία με την οποία η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται εξαιτίας της ύπαρξης της ατμόσφαιρας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαινόμενο του θερμοκηπίου