λουξεμβουργιανά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λουξεμβουργιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λουξεμβουργιανός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λουξεμβουργιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η μία από τις τρεις επίσημες (από το 1984) γλώσσες του Λουξεμβούργου (οι άλλες δύο είναι τα γαλλικά και τα γερμανικά). Ανήκει στη δυτικές μεσο-γερμανικές, φρανκονικές (φραγκικές) διαλέκτους.
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ενδώνυμο: Lëtzebuergesch
- κωδικός γλώσσας: lb
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λουξεμβουργιανά