θερμοκρασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοκρασία (μαρτυρείται από το 1812) στον Κ. Κούμα με την νεώτερη σημασία[1] < αρχαία ελληνική θερμοκρασία < θερμός + κρᾶσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμοκρασία θηλυκό
- (φυσική) το φυσικό μέγεθος που εκφράζει το πόσο κρύο ή ζεστό είναι ένα σώμα και μετριέται με ένα θερμόμετρο σε διάφορες κλίμακες (Κελσίου, Φαρενάιτ ή Κέλβιν)· από φυσική άποψη, το μέτρο της θερμοκρασίας εκφράζει τη μέση κινητική ενέργεια των μορίων του σώματος αυτού: υψηλότερη κινητική ενέργεια των μορίων δίνει ως αποτέλεσμα υψηλότερες μετρήσεις στο θερμόμετρο, ενώ το σώμα αυτό γίνεται υποκειμενικά αντιληπτό ως θερμότερο από ένα άλλο με χαμηλότερη κινητική ενέργεια των μορίων του
- με τον όρο αυτό μπορεί να εννοούνται ειδικότερα:
- η θερμοκρασία του ατμοσφαιρικού αέρα
- η θερμοκρασία του αίματος ενός ζωντανού οργανισμού
- με τον όρο αυτό μπορεί να εννοούνται ειδικότερα:
- (μεταφορικά) η κινητικότητα ή/και η ένταση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- απόλυτη θερμοκρασία
- θερμοκρασία αυτανάφλεξης
- θερμοκρασία δωματίου
- θερμοκρασία περιβάλλοντος
- θερμοκρασία χρώματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θερμοκρασία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- θερμοκρασία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- θερμοκρασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θερμοκρασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θερμοκρασίᾱ | αἱ | θερμοκρασίαι | ||||
γενική | τῆς | θερμοκρασίᾱς | τῶν | θερμοκρασιῶν | ||||
δοτική | τῇ | θερμοκρασίᾳ | ταῖς | θερμοκρασίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | θερμοκρασίᾱν | τὰς | θερμοκρασίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | θερμοκρασίᾱ | θερμοκρασίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θερμοκρασίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θερμοκρασίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θερμοκρασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμοκρασία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- θερμοκρασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.