ζεστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζεστός | η | ζεστή | το | ζεστό |
γενική | του | ζεστού | της | ζεστής | του | ζεστού |
αιτιατική | τον | ζεστό | τη | ζεστή | το | ζεστό |
κλητική | ζεστέ | ζεστή | ζεστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζεστοί | οι | ζεστές | τα | ζεστά |
γενική | των | ζεστών | των | ζεστών | των | ζεστών |
αιτιατική | τους | ζεστούς | τις | ζεστές | τα | ζεστά |
κλητική | ζεστοί | ζεστές | ζεστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζεστός < (ελληνιστική κοινή) ζεστός < αρχαία ελληνική ζέω
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ζεστός, -ή, -ό
- που έχει σχετικά υψηλή θερμοκρασία, υψηλότερη από τον χλιαρό αλλά χαμηλότερη από τον καυτό
- ζεστός καιρός, ζεστό φαγητό
- (μεταφορικά) φιλικός, ανθρώπινος
- ζεστός άνθρωπος, ζεστά λόγια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζεστός