ξαναζεσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ξαναζεσταίνω
- ζεσταίνω και πάλι
- να σου ξαναζεστάνω τη σούπα; θάναι πια κρύα!
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναζεσταίνω | ξαναζέσταινα | θα ξαναζεσταίνω | να ξαναζεσταίνω | ξαναζεσταίνοντας | |
β' ενικ. | ξαναζεσταίνεις | ξαναζέσταινες | θα ξαναζεσταίνεις | να ξαναζεσταίνεις | ξαναζέσταινε | |
γ' ενικ. | ξαναζεσταίνει | ξαναζέσταινε | θα ξαναζεσταίνει | να ξαναζεσταίνει | ||
α' πληθ. | ξαναζεσταίνουμε | ξαναζεσταίναμε | θα ξαναζεσταίνουμε | να ξαναζεσταίνουμε | ||
β' πληθ. | ξαναζεσταίνετε | ξαναζεσταίνατε | θα ξαναζεσταίνετε | να ξαναζεσταίνετε | ξαναζεσταίνετε | |
γ' πληθ. | ξαναζεσταίνουν(ε) | ξαναζέσταιναν ξαναζεσταίναν(ε) |
θα ξαναζεσταίνουν(ε) | να ξαναζεσταίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαναζέστανα | θα ξαναζεστάνω | να ξαναζεστάνω | ξαναζεστάνει | ||
β' ενικ. | ξαναζέστανες | θα ξαναζεστάνεις | να ξαναζεστάνεις | ξαναζέστανε | ||
γ' ενικ. | ξαναζέστανε | θα ξαναζεστάνει | να ξαναζεστάνει | |||
α' πληθ. | ξαναζεστάναμε | θα ξαναζεστάνουμε | να ξαναζεστάνουμε | |||
β' πληθ. | ξαναζεστάνατε | θα ξαναζεστάνετε | να ξαναζεστάνετε | ξαναζεστάνετε | ||
γ' πληθ. | ξαναζέσταναν ξαναζεστάναν(ε) |
θα ξαναζεστάνουν(ε) | να ξαναζεστάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναζεστάνει | είχα ξαναζεστάνει | θα έχω ξαναζεστάνει | να έχω ξαναζεστάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναζεστάνει | είχες ξαναζεστάνει | θα έχεις ξαναζεστάνει | να έχεις ξαναζεστάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναζεστάνει | είχε ξαναζεστάνει | θα έχει ξαναζεστάνει | να έχει ξαναζεστάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναζεστάνει | είχαμε ξαναζεστάνει | θα έχουμε ξαναζεστάνει | να έχουμε ξαναζεστάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναζεστάνει | είχατε ξαναζεστάνει | θα έχετε ξαναζεστάνει | να έχετε ξαναζεστάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναζεστάνει | είχαν ξαναζεστάνει | θα έχουν ξαναζεστάνει | να έχουν ξαναζεστάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξαναζεσταίνω