Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναζεσταίνω < ξανά + ζεσταίνω

ξαναζεσταίνω

να σου ξαναζεστάνω τη σούπα; θάναι πια κρύα!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία