αζέσταγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αζέσταγος < αζέστατος
Επίθετο επεξεργασία
αζέσταγος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του αζέστατος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζεστός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αζέσταγος
|
αζέσταγος, -η, -ο
|