ζέω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ζέω < αρχαία ελληνική ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *i̯es-oH < *i̯es[1] (βράζω, αφρίζω)
ΡήμαΕπεξεργασία
ζέω
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.