↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζεόλιθος οι ζεόλιθοι
      γενική του ζεόλιθου
ζεολίθου
των ζεόλιθων
ζεολίθων
    αιτιατική τον ζεόλιθο τους ζεόλιθους
ζεολίθους
     κλητική ζεόλιθε ζεόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ζεόλιθοι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζεόλιθος < ζέω (βράζω) + λίθος (όρος που το 1756 από τον Σουηδό ορυκτολόγο Άξελ Κρόνστεντ, ο οποίος παρατήρησε ότι με την ταχεία θέρμανση στιλβίτη παράγεται μεγάλη ποσότητα ατμού από νερό το οποίο είχε απορροφηθεί από το υλικό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζεόλιθος αρσενικό

  • (ορυκτολογία, χημεία) μικροπορώδες αργυλοπυριτικό ορυκτό που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων ως προσροφητικό και καταλύτης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία