Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζέον < αρχαία ελληνική από το ουδέτερο της μετοχής ζέων του ρήματος ζέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζέον ουδέτερο

  • Μικρό (μετάλλινο) δοχείο με το οποίο μεταφέρεται το ζέον ύδωρ (ζεστό νερό) που ο ιερέας αναμιγνύει με τον οίνο της θείας Kοινωνίας. H λειτουργική αυτή πράξη γίνεται σε ανάμνηση του θερμού αίματος και ύδατος που ανάβλυσε από την πλευρά του Eσταυρωμένου και παράλληλα συμβολίζει τη ζέση της πίστης, που οφείλει να έχει ο πιστός όταν κοινωνεί.

  Μεταφράσεις επεξεργασία