Δείτε επίσης: κοινωνῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινωνῶ (κλίση κοινωνέω, αρχαία σημασία: «παίρνω μέρος») < κοινωνών (σύντροφος), κοινωνός < κοινός
Πίνακας που απεικονίζει ιερέα την ώρα που κοινωνεί.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλίση κοινωνώ, -είς -εί, παθητική φωνή: κοινωνούμαι

Κλίση κοινωνάω/κοινωνώ, -άς, άει

Μεταφράσεις

επεξεργασία