κοινωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινωνῶ (κλίση κοινωνέω, αρχαία σημασία: «παίρνω μέρος») < κοινωνών (σύντροφος), κοινωνός < κοινός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.noˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νώ
Ρήμα
επεξεργασία- κοινωνώ-είς, -εί..., πρτ.: κοινωνούσα, αόρ.: κοινώνησα, παθ.φωνή: (κοινωνούμαι), π.αόρ.: κοινωνήθηκα, μτχ.π.π.: κοινωνημένος
- κοινωνάω/κοινωνώ-άς, -άει..., πρτ.: κοινωνούσα/κοινώναγα, αόρ.: κοινώνησα, μτχ.π.π.: κοινωνημένος (προφορικό)
- (εκκλησιαστικός όρος, αμετάβατο) λαμβάνω τη Θεία Κοινωνία (ως πιστός)
- (εκκλησιαστικός όρος, μεταβατικό) δίνω τη Θεία Κοινωνία (ο ιερέας] στον πιστό))
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία{((|width=45%}}
- ακοινωνησία
- ακοινώνητα (επίρρημα)
- ακοινώνητος
- κοινωνίκευση
- κοινωνισμός
σύνθετα ρήματα
→ και δείτε τις λέξεις κοινωνία, κοινωνός και κοινός
Κλίση
επεξεργασίαΚλίση κοινωνώ, -είς -εί, παθητική φωνή: κοινωνούμαι
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοινωνώ | κοινωνούσα | θα κοινωνώ | να κοινωνώ | κοινωνώντας | |
β' ενικ. | κοινωνείς | κοινωνούσες | θα κοινωνείς | να κοινωνείς | (κοινώνει) | |
γ' ενικ. | κοινωνεί | κοινωνούσε | θα κοινωνεί | να κοινωνεί | ||
α' πληθ. | κοινωνούμε | κοινωνούσαμε | θα κοινωνούμε | να κοινωνούμε | ||
β' πληθ. | κοινωνείτε | κοινωνούσατε | θα κοινωνείτε | να κοινωνείτε | κοινωνείτε | |
γ' πληθ. | κοινωνούν(ε) | κοινωνούσαν(ε) | θα κοινωνούν(ε) | να κοινωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοινώνησα | θα κοινωνήσω | να κοινωνήσω | κοινωνήσει | ||
β' ενικ. | κοινώνησες | θα κοινωνήσεις | να κοινωνήσεις | κοινώνησε | ||
γ' ενικ. | κοινώνησε | θα κοινωνήσει | να κοινωνήσει | |||
α' πληθ. | κοινωνήσαμε | θα κοινωνήσουμε | να κοινωνήσουμε | |||
β' πληθ. | κοινωνήσατε | θα κοινωνήσετε | να κοινωνήσετε | κοινωνήστε | ||
γ' πληθ. | κοινώνησαν κοινωνήσαν(ε) |
θα κοινωνήσουν(ε) | να κοινωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοινωνήσει | είχα κοινωνήσει | θα έχω κοινωνήσει | να έχω κοινωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοινωνήσει | είχες κοινωνήσει | θα έχεις κοινωνήσει | να έχεις κοινωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοινωνήσει | είχε κοινωνήσει | θα έχει κοινωνήσει | να έχει κοινωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοινωνήσει | είχαμε κοινωνήσει | θα έχουμε κοινωνήσει | να έχουμε κοινωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοινωνήσει | είχατε κοινωνήσει | θα έχετε κοινωνήσει | να έχετε κοινωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοινωνήσει | είχαν κοινωνήσει | θα έχουν κοινωνήσει | να έχουν κοινωνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοινωνούμαι | κοινωνούμουν | θα κοινωνούμαι | να κοινωνούμαι | ||
β' ενικ. | κοινωνείσαι | κοινωνούσουν | θα κοινωνείσαι | να κοινωνείσαι | ||
γ' ενικ. | κοινωνείται | κοινωνούνταν | θα κοινωνείται | να κοινωνείται | ||
α' πληθ. | κοινωνούμαστε | κοινωνούμασταν κοινωνούμαστε |
θα κοινωνούμαστε | να κοινωνούμαστε | ||
β' πληθ. | κοινωνείστε | κοινωνούσασταν κοινωνούσαστε |
θα κοινωνείστε | να κοινωνείστε | κοινωνείστε | |
γ' πληθ. | κοινωνούνται | κοινωνούνταν | θα κοινωνούνται | να κοινωνούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοινωνήθηκα | θα κοινωνηθώ | να κοινωνηθώ | κοινωνηθεί | ||
β' ενικ. | κοινωνήθηκες | θα κοινωνηθείς | να κοινωνηθείς | κοινωνήσου | ||
γ' ενικ. | κοινωνήθηκε | θα κοινωνηθεί | να κοινωνηθεί | |||
α' πληθ. | κοινωνηθήκαμε | θα κοινωνηθούμε | να κοινωνηθούμε | |||
β' πληθ. | κοινωνηθήκατε | θα κοινωνηθείτε | να κοινωνηθείτε | κοινωνηθείτε | ||
γ' πληθ. | κοινωνήθηκαν κοινωνηθήκαν(ε) |
θα κοινωνηθούν(ε) | να κοινωνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοινωνηθεί | είχα κοινωνηθεί | θα έχω κοινωνηθεί | να έχω κοινωνηθεί | κοινωνημένος | |
β' ενικ. | έχεις κοινωνηθεί | είχες κοινωνηθεί | θα έχεις κοινωνηθεί | να έχεις κοινωνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοινωνηθεί | είχε κοινωνηθεί | θα έχει κοινωνηθεί | να έχει κοινωνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοινωνηθεί | είχαμε κοινωνηθεί | θα έχουμε κοινωνηθεί | να έχουμε κοινωνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοινωνηθεί | είχατε κοινωνηθεί | θα έχετε κοινωνηθεί | να έχετε κοινωνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοινωνηθεί | είχαν κοινωνηθεί | θα έχουν κοινωνηθεί | να έχουν κοινωνηθεί |
Κλίση κοινωνάω/κοινωνώ, -άς, άει
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοινωνάω - κοινωνώ | κοινωνούσα | θα κοινωνάω - κοινωνώ | να κοινωνάω - κοινωνώ | κοινωνώντας | |
β' ενικ. | κοινωνάς | κοινωνούσες | θα κοινωνάς | να κοινωνάς | κοινώνα - κοινώναγε | |
γ' ενικ. | κοινωνάει - κοινωνά | κοινωνούσε | θα κοινωνάει - κοινωνά | να κοινωνάει - κοινωνά | ||
α' πληθ. | κοινωνάμε - κοινωνούμε | κοινωνούσαμε | θα κοινωνάμε - κοινωνούμε | να κοινωνάμε - κοινωνούμε | ||
β' πληθ. | κοινωνάτε | κοινωνούσατε | θα κοινωνάτε | να κοινωνάτε | κοινωνάτε | |
γ' πληθ. | κοινωνάν(ε) - κοινωνούν(ε) | κοινωνούσαν(ε) | θα κοινωνάν(ε) - κοινωνούν(ε) | να κοινωνάν(ε) - κοινωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοινώνησα | θα κοινωνήσω | να κοινωνήσω | κοινωνήσει | ||
β' ενικ. | κοινώνησες | θα κοινωνήσεις | να κοινωνήσεις | κοινώνα - κοινώνησε | ||
γ' ενικ. | κοινώνησε | θα κοινωνήσει | να κοινωνήσει | |||
α' πληθ. | κοινωνήσαμε | θα κοινωνήσουμε | να κοινωνήσουμε | |||
β' πληθ. | κοινωνήσατε | θα κοινωνήσετε | να κοινωνήσετε | κοινωνήστε | ||
γ' πληθ. | κοινώνησαν κοινωνήσαν(ε) |
θα κοινωνήσουν(ε) | να κοινωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοινωνήσει | είχα κοινωνήσει | θα έχω κοινωνήσει | να έχω κοινωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοινωνήσει | είχες κοινωνήσει | θα έχεις κοινωνήσει | να έχεις κοινωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοινωνήσει | είχε κοινωνήσει | θα έχει κοινωνήσει | να έχει κοινωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοινωνήσει | είχαμε κοινωνήσει | θα έχουμε κοινωνήσει | να έχουμε κοινωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοινωνήσει | είχατε κοινωνήσει | θα έχετε κοινωνήσει | να έχετε κοινωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοινωνήσει | είχαν κοινωνήσει | θα έχουν κοινωνήσει | να έχουν κοινωνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- κοινωνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοινωνώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).