έκζεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκζεμα | τα | εκζέματα |
γενική | του | εκζέματος | των | εκζεμάτων |
αιτιατική | το | έκζεμα | τα | εκζέματα |
κλητική | έκζεμα | εκζέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκζεμα < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκζεμα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαέκζεμα ουδέτερο
- (ιατρική) μη μεταδοτική πάθηση του δέρματος που μοιάζει με κάψιμο, και εμφανίζει, τοπικά ή διάσπαρτα, κοκκινίλες, έντονη φαγούρα και φλύκταινες
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έκζεμα
Πηγές
επεξεργασία- έκζεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας