↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκζεμα τα εκζέματα
      γενική του εκζέματος των εκζεμάτων
    αιτιατική το έκζεμα τα εκζέματα
     κλητική έκζεμα εκζέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έκζεμα < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκζεμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeg.ze.ma/
 
έκζεμα στα χέρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έκζεμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία